καταγωνιζομένων

καταγωνιζομένων
καταγωνίζομαι
prevail against
pres part mp fem gen pl
καταγωνίζομαι
prevail against
pres part mp masc/neut gen pl
καταγωνίζομαι
prevail against
pres part mp fem gen pl
καταγωνίζομαι
prevail against
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταγωνίζομαι — (Α) 1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου 2. αντιμάχομαι, καταπολεμώ («πάντων γοῡν αὐτὴν καταγωνιζομένων τὴν ἀλήθειαν καὶ τῶν πιθανοτήτων μετὰ τοῡ ψεύδους ταττομένων», Πολ.) 3. νικώ κάποιον 4. κερδίζω κάτι με αγώνα («οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”